θηλύστολος

θηλύστολος
θηλύ-στολος, in Weibertracht

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηλύστολος — θηλύστολος, ον (Α) 1. αυτός που φορά γυναικεία ρούχα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηλύστολον η θηλυπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + στολος (< στολή), πρβλ. έν στολος, κυανό στολος] …   Dictionary of Greek

  • θηλύστολον — θηλύστολος clad in women s clothes masc/fem acc sg θηλύστολος clad in women s clothes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυστολία — θηλυστολία, ἡ (Μ) [θηλύστολος] γυναικεία στολή, ενδυμασία γυναίκας …   Dictionary of Greek

  • θηλυστολώ — θηλυστολῶ, έω (Α) [θηλύστολος] φορώ γυναικεία ρούχα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”